- καρκινοβασία
- ηπισωδρόμισμα, αργή πρόοδος, καθυστέρηση: Η υλοποίηση των αποφάσεων γίνεται με σχετική καρκινοβασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρκινοβασία — η 1. το βάδισμα τού θαλάσσιου κάβουρα 2. μτφ. βραδεία πρόοδος ή και οπισθοδρόμηση, καθυστέρηση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκινοβατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek